Μπορεί να σας ακουστεί τρελό, αλλά κατάφερα να μπω σε περιπέτειες από την πρώτη εβδομάδα!
Χαχαχα κι όμως συνέβη σήμερα! Ας το πιάσουμε από την αρχή. Είχα τρεις μέρες να βγω έξω, καθώς είχα πολλή δουλειά αλλά και ο καιρός δεν το επέτρεπε. Φυσούσε πολύ και η βροχή ήταν συνεχής. Σήμερα λοιπόν, είχα στήσει καρτέρι να δω μήπως φτιάξει έστω και λίγο ο καιρός και καταφέρω να βγω για εξερεύνηση. Και πράγματι ο καιρός έφτιαξε! Έτσι με το που είδα καθαρό τον ουρανό, ετοιμάστηκα, πήρα την κάμερα και όλον τον εξοπλισμό, έβαλα τσάι στο θερμός και ξεκίνησα. Το σχέδιο δεν ήταν σαφές από την αρχή. Ήξερα ότι ήθελα να φτάσω σε μία έξοδο του χωριού. Εκεί ξεκινάει το ορειβατικό μονοπάτι, το οποίο περνάει από το φαράγγι του ποταμού Λούσιου και οδηγεί στην Δημητσάνα (12,5 χλμ / 5 ώρες).
Έφτασα λοιπόν εκεί και πριν ξεκινήσω να πάρω το μονοπάτι, το σκέφτηκα μερικές φορές. Έπρεπε να έχω κάποιο σχέδιο, καθώς δεν θα μπορούσα να περπατήσω όλη την διαδρομή. Δεν ήταν αυτός ο στόχος και δεν φορούσα τα κατάλληλα ρούχα για κάτι τέτοιο. Επίσης, δίστασα λίγο επειδή θα ήμουν μόνη μου. Αποφάσισα λοιπόν, ότι θα περπατούσα γύρω στα 15 με 20 λεπτά και μετά θα γυρνούσα. Έτσι έλεγα δηλαδή…
Εκείνη την στιγμή είδα να φτάνει κοντά μου μια κοπέλα έτοιμη για πεζοπορία. Την πλησίασα και μιλήσαμε αρκετά. Έμαθα ότι είναι από την Ολλανδία και την λένε Irika (δεν έχω ιδέα πώς γράφεται). Της πρότεινα να περπατήσουμε μαζί και την ενημέρωσα ότι κάποια στιγμή εγώ θα σταματούσα. Πήραμε λοιπόν το μονοπάτι και τελικά όχι 15, ούτε 30 αλλά 50 περίπου λεπτά περπάτησα μαζί της.
Η φύση που συναντήσαμε ήταν πανέμορφη. Υπάρχουν διάφορα είδη θάμνων αλλά και πιο ψηλών δέντρων που κάνουν το μονοπάτι πολύ ατμοσφαιρικό. Σε μερικά σημεία μπορούσαμε να έχουμε θέα αρκετά μέτρα μακριά. Κατά κύριο λόγο όμως, το μονοπάτι ήταν στενό, με αρκετά βράχια και ανάμεσα στην πυκνή, χαμηλή βλάστηση.
Κάποια στιγμή και ενώ σκεφτόμουν ότι έχω ξεμακρύνει αρκετά, συναντήσαμε έναν μεγάλο χωματόδρομο, κάθετο στην πορεία του μονοπατιού. Εκεί συνέβη και το λάθος. Για μια στιγμή σκεφτήκαμε προς τα πού έπρεπε να πάμε. Να σημειώσω εδώ, ότι το μονοπάτι είναι πολύ καλά σηματοδοτημένο. Επίσης, εκείνη ήταν η στιγμή που αποφάσισα ότι δεν ήθελα να γυρίσω πίσω, γιατί η πορεία θα ήταν ανηφορική και θα ήμουν μόνη μου. Έτσι, συνέχισα με την Ιρίκα και πήρα το ρίσκο να βγάλω και τα υπόλοιπα 8 χλμ που είχαν απομείνει μέχρι την Δημητσάνα.
Εκείνη μου έδειξε την κόκκινη σήμανση πάνω σε ένα δέντρο. Αυτό σήμαινε ότι πάμε σωστά και θεώρησε, ότι πρέπει να στρίψουμε αριστερά πάνω στον μεγάλο χωματόδρομο. Η Ιρίκα προπορευόταν. Σιγά- σιγά άρχισα να διαισθάνομαι ότι κάτι δεν πάει καλά. Είχα ώρα να δω κάποια σήμανση και το μονοπάτι, δεν ήταν πια μονοπάτι. Ήταν ένας χωματόδρομος γεμάτος ξερούς, μαύρους θάμνους που πολλές φορές με έκανε να νιώθω ότι είμαι σε αδιέξοδο. Αναγκάστηκα να πατάω τα ξερά κλαδιά και να σκύβω για να αποφύγω τα αγκαθωτά φυτά.
Τελικά, λίγα λεπτά μετά είδα την Ιρίκα να σταματά. Φτάσαμε όντως σε αδιέξοδο. Δεν γινόταν να είναι αυτό το μονοπάτι. Έμοιαζε να είχε να περάσει από εκεί άνθρωπος καμιά δεκαετία. Στην πραγματικότητα εμείς δημιουργούσαμε μονοπάτι, πατώντας πάνω στα φυτά που έκλειναν κάθε πέρασμα. Ένιωσα σαν τον πρίγκιπα της Ωραίας Κοιμωμένης. Εκείνη την στιγμή που προσπαθεί να προσεγγίσει το κάστρο, έξω από το οποίο, η κακιά μάγισσα έχει φυτέψει άγρια βλάστηση με αγκάθια. Καταλάβαμε ότι είχαμε κάνει λάθος και αποφασίσαμε να περάσουμε ξανά από εκείνα τα σημεία που με δυσκολία είχαμε αφήσει πίσω μας.
Τα ρούχα και τα παπούτσια μου γέμισαν χώματα. Τα χέρια μου γρατζουνίστηκαν. Δεν φορούσα αθλητικά, και το σακίδιο ήταν αρκετά βαρύ για όλη αυτή την μάχη με τη βλάστηση του βουνού. Κακήν κακώς, διατηρώντας και οι δύο την ψυχραιμία και το χιούμορ μας, βγήκαμε από τα δύσκολα και προχωρήσαμε πίσω, προς το σημείο όπου είδαμε την τελευταία σήμανση. Ήταν περίπου 15 λεπτά απόσταση. Συνολικά 30 λεπτά ταλαιπωρίας. Όταν φτάσαμε στο σημείο της σήμανσης, καταλάβαμε ότι έπρεπε να πάμε ευθεία και όχι αριστερά. Το μονοπάτι δεν φαινόταν, καθώς ήταν πιο χαμηλά από τον χωμάτινο δρόμο. Αν είχαμε σταθεί στην άκρη του δρόμου, θα είχαμε δει το επόμενο σήμα που ήταν ακριβώς διπλά.
Τότε αποφάσισα ότι δεν πρόκειται να συνεχίσω σε αυτήν την κατάσταση. Ήταν ώρα να γυρίσω σπίτι. Ίσως να ήταν καλύτερα που ήρθαν έτσι τα πράγματα. Θα ήταν αρκετά δύσκολο να φτάσω ως την Δημητσάνα με τα ρούχα που φορούσα και τότε ίσως να είχα μεγαλύτερο πρόβλημα. Είπαμε αντίο και πήρα τον δρόμο της επιστροφής.
Δεν τελείωσε όμως εκεί η περιπέτεια. Όπως το είχα προβλέψει, η επιστροφή ήταν μεγάλη δοκιμασία. Στην ουσία ήταν η ανάβαση του βουνού. Το ότι γνώριζα το μονοπάτι με ανακούφιζε κάπως, αλλά δεν αναιρούσε την δυσκολία της διαδικασίας. Πρέπει να σταμάτησα τρεις φορές με την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή και την αναπνοή μου να είναι βαριά και γρήγορη.
Παρά την αγωνία να γυρίσω σπίτι, διατήρησα τον ενθουσιασμό μου και μού επέτρεψα να απολαύσω την ομορφιά της στιγμής. Έβγαλα το θερμός. Το τσάι, αν και ζεστό με ενυδάτωσε και πήρα κουράγιο. Σε μία από τις στάσεις μου έβγαλα μερικές φωτογραφίες. Σκέφτηκα ότι θα ήταν κρίμα να φύγω με άδεια χέρια, αφού είχα φτάσει ως εκεί και είχα την κάμερα. Τότε άκουσα ομιλίες κοντά στο σημείο όπου καθόμουν. Ένιωσα ανακούφιση, γιατί κατάλαβα ότι ήταν τουρίστες και ότι το μέρος δεν ήταν και τόσο ερημικό. Ήταν μια οικογένεια με τρία παιδιά και κατέβαιναν το μονοπάτι. Τους είπα να δώσουν προσοχή στον χωματόδρομο και να μην στρίψουν.
Συνέχισα και διάφορες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό. Αναρωτιόμουν πώς θα καταφέρω να συνεχίσω για περίπου 40 λεπτά ανηφόρα, με βράχια, το σακίδιο και με την ήδη υπάρχουσα κούραση. Κάποια στιγμή με κάλεσε στο τηλέφωνο η αδερφή μου και τουλάχιστον είχα κάποιον δικό μου στην διαδρομή. Όταν είδα τη Στεμνίτσα στο βάθος, οριακά δεν δάκρυσα. Η Οδύσσεια έφτανε στο τέλος της. Δεν το πίστευα πόσο γρήγορα τελικά πέρασε η ώρα και κατάφερα να φτάσω. Φυσικά δεν πέρασα από το κέντρο του χωριού. Θα νόμιζαν ότι είχα γκρεμοτσακιστεί σε κάποια πλαγιά και θα ανησυχούσαν οι άνθρωποι!
Μόνο όταν μπήκα στο σπίτι κατάλαβα πόσο διψούσα και πόσο είχαν ταλαιπωρηθεί τα πόδια μου.