Οι Νύμφες κατά την Ελληνική Μυθολογία θεωρούνταν γυναικείες μορφές με θεϊκή καταγωγή και νεαρές στην ηλικία. Ζούσαν στην άγρια φύση και τα βουνά συνοδεύοντας την Άρτεμη. Ήταν πνεύματα του γλυκού νερού και προστάτευαν πηγές, ποτάμια και λίμνες. Τόνιζαν έτσι τη σημασία του νερού για την ύπαρξη της ζωής, της γονιμότητας και της βλάστησης. Ήταν όλες πολύ όμορφες και τραγουδώντας με τις γλυκές φωνές τους, υμνούσαν τους Ολύμπιους θεούς και ιδιαίτερα τον θεό Ερμή. Άλλες φορές χόρευαν μαζί με τον θεό Πάνα, γιό του Ερμή, στα λιβάδια και στις πλαγιές, συνήθως κοντά σε πηγές.
Κατατάσσονταν μεταξύ θεών και θνητών. Ως ημίθεες δεν ήταν αθάνατες, αλλά ζούσαν πολλά χρόνια και τρέφονταν με αμβροσία. Πολλοί θεωρούσαν ότι είναι κόρες ή μητέρες θεών. Άλλοι τις θεωρούσαν κόρες ποταμών ή του μεγαλύτερου ποταμού, του Ωκεανού. Έτσι, συνηθίζεται κάθε περιοχή να έχει τους ποταμούς της και καθένας από αυτούς τις Νύμφες του.
Οι Νύμφες χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες. Οι Ναϊάδες περνούσαν τον χρόνο τους σε πηγές, κρήνες και ποτάμια προστατεύοντάς τα. Κατά τη διάρκεια της ζωής τους απολάμβαναν τον έρωτα με τον Ερμή ή τους Σιληνούς. Έμεναν σε σπηλιές μέσα στο νερό των ποταμών. Ζούσαν όσο και οι πηγές που προστάτευαν και όταν αυτές στέρευαν, έσβηνε η ζωή τους. Οι Ορεστιάδες κατοικούσαν στα όρη, κοντά σε πηγές. Οι Δρυάδες ήταν οι Νύμφες των μοναχικών δέντρων και των λιβαδιών. Το όνομά τους σήμαινε “δέντρο και γυναίκα ταυτόχρονα”. Όταν βρέχει χαίρονται γιατί τρέφονται τα δέντρα, ενώ όταν οι βελανιδιές χάνουν τα φύλλα τους κλαίνε. Τα έλατα, τα πεύκα και οι δρύες άρχιζαν να μεγαλώνουν με το που άρχιζε η ζωή μιας Νύμφης. Απαγορευόταν να τα αγγίξει άνθρωπος με τσεκούρι, καθώς θεωρούνταν ιερά. Όταν ερχόταν η στιγμή μια Δρυάδα να πεθάνει, μαραινόταν πρώτα το δέντρο της μέσα στη γη. (πηγή: Βικιπαίδεια)
Η λέξη “νύμφη” σχετίζεται με τη νύψη και τη γυναίκα που είναι καλυμμένη με πέπλο, νεαρή δηλαδή κοπέλα σε ηλικία γάμου. Σύμφωνα πάλι με τον Ησύχιο μία από τις σημασίες της λέξης “νύμφη” είναι “μπουμπούκι τριαντάφυλλου”.
Στην Αρκαδία ξεχωρίζουν τρεις Νύμφες. Η Αγνώ, η Νέδα και η Θεισόα θεωρούνταν τροφοί του Δία. Ο μύθος λέει ότι η μητέρα του, Ρέα τον οδήγησε σε αυτές όταν ήταν βρέφος, για να τον σώσει από τον πατέρα του Κρόνο, ο οποίος έτρωγε τα παιδιά του. Έπειτα, οι τρεις τους έλουσαν τον Δία σε ένα παγωμένο και όμορφο ποτάμι. Αυτό πήρε το όνομα “Λούσιος“. Σύμφωνα με την αρκαδική παράδοση ο θεός γεννήθηκε στη θέση “Κρητέα” του Λυκαίου όρους. Η Αγνώ σύμφωνα με τον Παυσανία είχε δώσει το όνομά της σε μια πηγή του ίδιου βουνού. Ως αρχαία μετεωρολογική θεότητα, συνδεόταν με την βροχή. Μάλιστα, σε περιόδους ξηρασίας ο ιερέας του Λύκαιου Διός πήγαινε μπρος στην ομώνυμη πηγή και εξευμένιζε την τιμώμενη νύμφη με προσευχές και θυσίες.
Στην λαϊκή παράδοση οι Νύμφες πήραν τη μορφή των νεράιδων, οι οποίες ζούσαν στα βουνά, στις νεραϊδοσπηλιές και στις νεραϊδόβρυσες. Θεωρούνταν επικίνδυνο να τις συναντήσει κανείς, λόγω της πιθανότητας να τον αρπάξουν οι Νύμφες, όπως συνέβη με τον Ύλα.